ομοκλητηρ

ομοκλητηρ
    ὁμοκλητήρ
    ὁμο-κλητήρ
    -ῆρος ὅ издающий окрики, повелительно кричащий Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ομοκλητηρ" в других словарях:

  • ομοκλητήρ — ὁμοκλητήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ, Α θηλ. ὁμοκλήτειρα) αυτός που παροτρύνει, που προτρέπει κάποιον με απειλές («μή τις ὀπίσσω τετράφθω προτὶ νῆας, ὁμοκλητῆρος ἀκούσας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοκλάω, έω + επίθημα τηρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοκλητήρ — shouter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλητῆρα — ὁμοκλητήρ shouter masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλητῆρες — ὁμοκλητήρ shouter masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλητῆρι — ὁμοκλητήρ shouter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοκλητῆρος — ὁμοκλητήρ shouter masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοκλήτειρα — ὁμοκλήτειρα, ἡ (Α) βλ. ομοκλητήρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»